2 Ιουλίου 2017

Το ρεσιτάλ των μεταμορφώσεων


Photo credit: Giorgos Kavallierakis © 2010

Από τον δημοσιογράφο Δημήτρη Δουλγερίδη
για την εφημερίδα «Πελοπόννησος»
 
Κυκλοφορία: Κυριακή 2 Ιουλίου 2017, Πάτρα


«Ντίβα», «μεγάλη Κυρία», «αρτίστα», «ερμηνεύτρια», «σοου-γούμαν». Είναι οι χαρακτηρισμοί που της αποδίδονται σχεδόν αυτόματα και εκείνοι τους οποίους η ίδια απεχθάνεται. Κατά βάθος, παραμένει η Κυριακή Παπαδοπούλου από τη Θεσσαλονίκη που πέρασε διά πυρός και σιδήρου από τον κόσμο του θεάματος για να τον γνωρίσει, να τον διαμορφώσει, να τον αλλάξει και -γιατί όχι;- να τον υπονομεύσει. Η περίπτωση της Μαρινέλλας είναι η περίπτωση μίας ανώνυμης Θεσσαλονικιάς που θα επιβίωνε στις μεταπολεμικές δεκαετίες για να γίνει το πρώτο όνομα στην ελληνική «σοου-μπίζνες».

Στο καλλιτεχνικό της DNA έτσι κι' αλλιώς από πολύ νωρίς έχει εγγραφεί το θέαμα. Από τεσσάρων έως πέντε χρονών συμμετείχε στην παιδική ραδιοφωνική εκπομπή «Παιδική ώρα», ενώ δώδεκα χρονών διαφήμιζε τα καταστήματα «Melka» της Θεσσαλονίκης. Στα δεκαεφτά της ακολούθησε ως ηθοποιός τον θίασο της Μαίρης Λωράνς σε περιοδεία ανά την Ελλάδα (δίπλα της, οι ανερχόμενοι τότε ηθοποιοί Κώστας Βουτσάς και Μάρθα Καραγιάννη, αλλά και η Σόνια Δήμου, ο Αλέκος Τζαννετάκος και η χορεύτρια Ντέπυ Φιλοσόφου). Κάποιο βράδυ, η τραγουδίστρια του θιάσου αρρώστησε και η Μαρινέλλα που ήξερε απ' έξω τα τραγούδια, την αντικατέστησε. Τραγούδησε το «Ο άνθρωπoς μου» της Σοφίας Βέμπο, σε μουσική του Μενέλαου Θεοφανίδη και στίχους του Μίμη Τραϊφόρου, αλλά και το «Μαλαγκένια», γερμανικό τραγούδι της Κατοχής. Οι ίδιες αυτές αρετές, με τις οποίες περνάει από το θέαμα στο ακρόαμα, θα την συνοδεύσουν σε όλη την επαγγελματική της διαδρομή. Αυτοδίδακτη στο τραγούδι, αφάλτσωτη στην ερμηνεία και ενστικτώδης στη μαθητεία θα καθίσει δέκα χρόνια δίπλα στον Καζαντζίδη, το «μεγαλύτερο σχολείο», όπως θα παραδεχθεί αργότερα η ίδια.

Οι συναυλίες της το καλοκαίρι του 2017 με τις Ελένη Βιτάλη και Γλυκερία στην Ελλάδα, με τον Τάκη Ζαχαράτο στην Κύπρο και με τον Αντώνη Ρέμο στις Η.Π.Α και στην Αυστραλία επιβεβαιώνουν την ευκολία με την οποία μπαινοβγαίνει στα διαφορετικά είδη μουσικής, αλλά και την ακομπλεξάριστη ιδιοσυγκρασία της. Μέχρι σήμερα άλλωστε δεν φοβήθηκε ποτέ την υπερβολή της αρτίστας, η οποία πάνω στη σκηνή διεκδικεί περισσότερα λύτρα από την ερμηνεία της τραγουδίστριας.

Έζησε έτσι κι' αλλιώς στα όρια διαφορετικών εποχών και πορεύτηκε μέσα σ' ένα ναρκοπέδιο αντιθέσεων: από την εποχή της Καζαντζιδικής αυστηρότητας έφτασε να κυριαρχεί η ίδια στη νυχτερινή πίστα, υποχώρησε στα μετόπισθεν των μπουάτ, έντυσε χρυσούς δίσκους, απογείωσε μέτρια τραγούδια -ενίοτε υπερβολικά-, επανήλθε με θριαμβικά «live», άφησε πίσω της τηλεοπτικά σουξέ («Πρόβα νυφικού», «Κι' ύστερα ήρθαν οι μέλισσες»).


«Η Μαρινέλλα θα λάμψει όταν θα μείνει μόνη. Είναι η περφόρμερ που προσφέρει Ευρωπαϊκό θέαμα, ένα μείγμα Σίρλεϊ Μπάσεϊ και Μπάρμπρα Στράιζαντ της Ελλάδας. Με την εκφορά, την επιτόνιση, το στήσιμο πάνω στη σκηνή, αφήνει παρακαταθήκη για τις επόμενες τραγουδίστριες»


ΘΕΑΤΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ «LIBERTANGO»

Η κοντράλτο φωνή της και η θεατράλε εκφορά δεν θα άρεσαν σε όλους. Στις ενστάσεις τους προστέθηκε ένα ρεπερτόριο από ελαφρολαϊκά τραγούδια, τα οποία σε ταραγμένες πολιτικά περιόδους έδωσαν επιχειρήματα στους αμφισβητίες της. Και τι ήταν το «Ζωγραφισμένα στο χαρτί» εκτός από απόλυτο σουξέ, λένε συχνά - πυκνά οι καχύποπτοι στην τόση θεατρικότητα; Από την άλλη, η κατεξοχήν «survivor» των ελληνικών «sixties» δεν αναζήτησε ποτέ την ασφάλεια ή τη θαλπωρή ενός κόμματος, δεν μπήκε στην ουρά των κρατικών επιχορηγήσεων και έχυσε ιδρώτα -κυριολεκτικά- στις πίστες. Την εποχή του μεγάλου θεάματος ήταν πρωτίστως μια «οπτικοακουστική» τραγουδίστρια, σύμφωνα με τη δική της περιγραφή: η μόνη από τις κορυφαίες ερμηνεύτριες που μπορούσε να χορέψει «Libertango» με παρτενέρ τον Δημήτρη Παπάζογλου για τις ανάγκες ενός σόου ή ενός τηλεοπτικού αφιερώματος (όπως εκείνου που σκηνοθέτησε ο Σταμάτης Φασουλής για τον ΑΝΤ-1 το 1994). Η μόνη που επιτρέπει στον εαυτό της να την ντουμπλάρει ο Τάκης Ζαχαράτος στις κοινές τους παραστάσεις, που ξεκίνησαν από το «Παλλάς» της Αθήνας τον περασμένο Δεκέμβριο.

Η ίδια δεν σταματά να ομολογεί ότι της λείπουν τα καλά τραγούδια: η «προίκα» της Μοσχολιού ή του Μπιθικώτση, για να σταθούμε σε δύο συχνά παραδείγματα από τις συνεντεύξεις της. Ή ότι μπαίνει στην περιπέτεια της ερμηνείας επειδή της αρέσει «ένα ημιτόνιο», ένας στίχος ή μία εικόνα σ' ένα τραγούδι. Κι' όμως, χάρη στο ένστικτο της ένα μέτριο κομμάτι μεταμορφώνεται σε διαχρονικό. Κι' όμως, στην πίσω πλευρά της δισκογραφίας της τον ανυποψίαστο ακροατή περιμένουν τραγούδια καρατίων: «Με πνίγει τούτη η σιωπή», «Γλυκοχαράζει, ξύπνησε», «Άσπρο μου ρόδο», «Τη βραδιά μου απόψε», «Πού να σε βρω», «Αστέρι στο παράθυρο», «Όλα είναι τυχερά», «Μια Κυριακή» (επανεκτέλεση στο αφιέρωμα στο Λευτέρη Παπαδόπουλο) κ.ά.

Η Μαρινέλλα δεν μελέτησε το τραγούδι, αλλά παρέμεινε μία από τις πλέον πειθαρχημένες επαγγελματίες του χώρου. Εκείνη που πριν από την παράσταση επέβλεπε εάν τα παπούτσια των μετρ είναι γυαλισμένα και εκείνη που έβαλε βέτο στο σπάσιμο των γύψινων πιάτων. Μαζί με την Έλενα Ναθαναήλ είναι οι δύο γνωστές Ελληνίδες που θα γίνουν ανύπαντρες μητέρες -η Μαρινέλλα θα αποκτήσει την Τζωρτίνα με τον εκλιπόντα πλέον Φρέντυ Σερπιέρη-, χωρίς όμως να «εξαργυρώσουν» ποτέ τον προσωπικό τους αγώνα σε μια εποχή που δεν χαρίζεται.


«Η Μαρινέλλα εμφανίζεται στη σκηνή ως ο συνδετικός κρίκος τεσσάρων τουλάχιστον γενεών με όλα τα προνόμια και τις δεσμεύσεις που συνοδεύουν τις μεταμορφώσεις μιας σταρ»


ΚΑΖΑΝΤΖΙΔΗΣ ΚΑΙ ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΟΣ

Η περίοδος με τον Στέλιο Καζαντζίδη -για τον οποίο, παρεμπιπτόντως, δεν μιλάει ποτέ στις συνεντεύξεις της- παραμένει μέχρι σήμερα το χρυσό κάδρο στην πινακοθήκη του λαϊκού τραγουδιού. Η διφωνία τους στο «Πέλαγο είναι βαθύ» του Μάνου Χατζιδάκι (ένα από τα τέσσερα δικά του που τραγούδησαν μαζί με τον «Κυρ - Αντώνη», την «Αθήνα» και το «Κουρασμένο παλικάρι») παραμένει μέτρο σύγκρισης για όποιον θέλει να εκτεθεί στην εμβέλεια του μύθου τους. Είναι η εποχή που η Μαρινέλλα καθιερώνεται ως η απόλυτη δεύτερη φωνή περνώντας ενίοτε και στην περιοχή της τρίτης (του λεγόμενου «τέρτσου»).

Η σύμπραξη και ο γάμος με τον Τόλη Βοσκόπουλο, από την άλλη, επικυρώνει τη θεσμοποίηση της πίστας, όπου οι δυο τους είναι ο βασιλιάς και η βασίλισσα (από εδώ προέρχονται και τα περισσότερα βέλη για την πρόσδεση της με τη λαμέ επικράτεια της σαλονάτης Αθήνας).

Αλλά η Μαρινέλλα θα λάμψει όταν θα μείνει μόνη. Είναι η περφόρμερ που προσφέρει Ευρωπαϊκό θέαμα, ένα μείγμα Σίρλεϊ Μπάσεϊ και Μπάρμπρα Στράιζαντ της Ελλάδας. Με την εκφορά, την επιτόνιση, το στήσιμο πάνω στη σκηνή, αφήνει παρακαταθήκη για τις επόμενες τραγουδίστριες.


«Η κατεξοχήνsurvivorτων ελληνικώνsixties δεν αναζήτησε ποτέ την ασφάλεια ή τη θαλπωρή ενός κόμματος, δεν μπήκε στην ουρά των κρατικών επιχορηγήσεων και έχυσε ιδρώτα -κυριολεκτικά- στις πίστες. Την εποχή του μεγάλου θεάματος ήταν πρωτίστως μιαοπτικοακουστικήτραγουδίστρια»


Οι εικόνες από τη διαδρομή της είναι οι εικόνες πολλαπλών μεταμορφώσεων μέσα στο καμίνι του επαγγελματισμού. Μια μελαχρινή παρτενέρ που σημειώνει παραγγελίες δίπλα στον απόλυτο λαϊκό ερμηνευτή. Το σάουντρακ στις ταινίες του Δαλιανίδη. Οι φευγαλέες αλλά ανεξίτηλες «συναντήσεις» με τους Μίκη Θεοδωράκη («Όμορφη πόλη», «Πολιτεία Α'»), Χρήστο Λεοντή («12 παρά 5'»), Γιάννη Σπανό («Με πνίγει τούτη η σιωπή», «Τη βραδιά μου απόψε μη μου τη χαλάς»). Η απρόσμενη στροφή στις μπουάτ και το χρυσό «Ρεσιτάλ» με τον Κώστα Χατζή. Μια τονισμένη ελιά στο εξώφυλλο ενός άλμπουμ. Το φευγαλέο τίναγμα της ωμοπλάτης στα νυχτερινά προγράμματα. Η Κορυφαία του Χορού στην αναπάντεχη παράσταση «Γυναικών Πάθη», με μελοποιημένα χορικά από τραγωδίες του Ευριπίδη. Ενα φαλτσέτο που δίνει το μέτρο για τις επίδοξες μίμους.

Η Μαρινέλλα εμφανίζεται στη σκηνή ως ο συνδετικός κρίκος τεσσάρων τουλάχιστον γενεών με όλα τα προνόμια και τις δεσμεύσεις που συνοδεύουν τις μεταμορφώσεις μιας σταρ: Η φωνή της κατοχυρώθηκε στο μεταπολεμικό θαύμα της ανοικοδόμησης, αποθεώθηκε την «ύποπτη» δεκαετία του 1970, σπαταλήθηκε τη δεκαετία του 1980 και επανεκτιμήθηκε στις δύο επόμενες. Σε πείσμα μάλιστα των φαινομένων, η Μαρινέλλα έλειψε από τις πίστες ακριβώς την εποχή της φουσκωμένης ευμάρειας. Όταν οι νεότερες τραγουδίστριες ήθελαν «να φτάσουν στο πανεπιστήμιο χωρίς να ξεκινήσουν απ' το νηπιαγωγείο» -άλλη μία αγαπημένη της παρομοίωση. Ο μύθος, η περσόνα και το μέταλλο παρέμεναν όμως εκεί: Στη μετέωρη γραμμή όπου το ακροατήριο διψά για ένα φευγαλέο σουξέ -για ένα ημιτόνιο που καμιά άλλη δεν μπορεί να το παραλάβει μέτριο και να το παραδώσει τέλειο. Εκεί όπου πολλοί την αφήνουν σε μια συναυλία με άνισο ρεπερτόριο η ντίβα επιστρέφει ανθισμένη από τον εσωτερικό φοίνικα. Απόδειξη, τα βιντεάκια του «YouTube» από τις καλοκαιρινές συναυλίες με Νικολόπουλο και Ρέμο ή τη Φιλαρμονική Γαστουρίου. Είναι αυτή η φωνή μιας ερμηνεύτριας που κουβαλάει εξήντα χρόνια τραγούδι; Όχι, είναι η φωνή ενός θρύλου που επιμένει να συναντιέται με τις νεότερες γενιές ξοδεύοντας το συσσωρευμένο κεφάλαιο της. Αναζητήστε την πάντως και στα διαλείμματα αυτής της διάρκειας. Στην αυτοσχέδια διφωνία, για παράδειγμα, με τον Κώστα Μακεδόνα, ο οποίος κατεβαίνει από τη σκηνή ξεκινώντας μαζί της το «Πέλαγο είναι βαθύ». Ή στην εκρηκτική σύμπραξη με τον Γιώργο Νταλάρα, όταν απογειώνουν το «Πολλά καράβια φεύγουνε». Για «bonus track», επιστρέψτε σε μια ακοπιάριστη διφωνία με τον Καζαντζίδη: «Άσε με να ζήσω μοναχός».


Το άρθρο πρωτο-δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Τα Νέα»,
το Σάββατο 23 Δεκεμβρίου 2016.
 
Ακολουθήστε μας: 
· YOUTUBE 
 
| 60 years Marinella - The recital of the transformations”; An article by Dimitris Doulgeridis about Marinella for the Sunday edition of the Greek regional newspaper Peloponnisos (Peloponnese) published in Patras, on the occasion of her live concert with Eleni Vitali and Glykeria at the Panachaiki Stadium in Patras (on July 3, 2017) and her upcoming musical appearances with Takis Zacharatos (in Cyprus) and Antonis Remos (in North America and Australia). | Published: Sunday, July 2, 2017 | Source: PELOPONNISOS TIS KYRIAKIS Newspaper

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου